καταβροχθίζει

καταβροχθίζει
καταβροχθίζω
gulp down
pres ind mp 2nd sg
καταβροχθίζω
gulp down
pres ind act 3rd sg
καταβροχθίζω
gulp down
pres ind mp 2nd sg
καταβροχθίζω
gulp down
pres ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • βορά — η (AM βορά) η τροφή, κυρίως για σαρκοφάγα ζώα αρχ. 1. οποιαδήποτε τροφή 2. φρ. «γαστρὸς βορά» λαιμαργία. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. βορά (τραγικοί, Ηρόδ., Αριστοτ.) αποτελεί όνομα δηλωτικό δράσεως που ανάγεται σε αρχική ινδοευρ. ρίζα *gwer «καταπίνω,… …   Dictionary of Greek

  • γαστήρ — η (AM γαστήρ) 1. η κοιλιά, το μέρος τού σώματος που περιέχει τα σπλάχνα, ανάμεσα στον θώρακα και στους μηρούς 2. το στομάχι 3. φρ. α) «βόσκειν ἥν γαστέρα» να γεμίσει την κοιλιά του Όμ. β) «γαστέρες οἶον» μόνο κοιλιές, μόνο για φαΐ (Ησίοδ.) μσν.… …   Dictionary of Greek

  • αγωνία — Η ταραχή· αίσθημα ανασφάλειας ή και φόβου. (Βιολ.)Η μεταβατική περίοδος κατά την οποία εξαφανίζονται οι δυνατότητες της ζωής, οι τελευταίες στιγμές πριν από τον θάνατο. Κύρια συμπτώματα της α. είναι: δυσκολία στην αναπνοή που συνοδεύεται με ρόγχο …   Dictionary of Greek

  • βούβρωστις — βούβρωστις, η (Α) 1. μεγάλη πείνα, βουλιμία 2. αθλιότητα, μεγάλη ανάγκη. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. βούβρωστις, ήδη ομηρική, ερμηνεύθηκε ως «αθλιότητα», ενώ ένας απ τους σχολιαστές τη θεώρησε ταυτόσημη προς το οίστρος «αλογόμυγα». Σε απόσπασμα όμως του… …   Dictionary of Greek

  • βόας — Κοινή ονομασία διαφόρων ερπετών της οικογένειας των βοϊδών, της τάξης των λεπιδωτών. Ένα από τα μεγαλύτερα είναι ο β. ο συσφιγκτήρας,που μερικοί σύγχρονοι ζωολόγοι τον θεωρούν ιδιαίτερο γένος. Όπως και τα άλλα βοϊδή, δεν είναι δηλητηριώδης· οι… …   Dictionary of Greek

  • ζάβορος — ζάβορος, ον (Α) αυτός που κατατρώει, που καταβροχθίζει πολλά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζα * + βορος (< βορά), πρβλ. θυμο βόρος, κρεο βόρος] …   Dictionary of Greek

  • θυηφάγος — θυηφάγος, ον (Α) (ως επίθ. τής φωτιάς τών βωμών) αυτός που κατατρώει, αυτός που καταβροχθίζει τις προσφορές («θυηφάγος φλόξ», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θυη , μορφή με την οποία απαντά η λ. θύος ως α συνθετικό (πρβλ. θυη δόχος, θυη πόλος) + φάγος… …   Dictionary of Greek

  • καταβροχθίζω — (AM καταβροχθίζω) κατατρώω, καταπίνω λαίμαργα (α. «καταβροχθίζει τα ψάρια ωμά σαν τον γλάρο» β. «ἤνυστρον βοὸς καὶ κοιλίαν ὑείαν καταβροχθίσας», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + βροχθίζω «καταπίνω, τρώγω» (< βρόχθος «λαιμός»)] …   Dictionary of Greek

  • κοιλιοχορδοφάσα — κοιλιοχορδοφάσα, ἡ (Μ) (για την αλεπού) αυτή που καταβροχθίζει κοιλιές και έντερα («μαγγαναρέα, μιαρή, κοιλιοχορδοφάσα», Διήγ. Παιδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κοιλιό χορδα «κοιλιές και εντόσθια» + φάσα (< φαγούσα, θηλ. μτχ. αόρ. β ἔ φαγ ον τού τρώγω), τ …   Dictionary of Greek

  • λαοβόρος — λαοβόρος, ον (Α) (για τον Σατανά) αυτός που καταβροχθίζει τον λαό («λαοβόρος κύων», Συν.). [ΕΤΥΜΟΛ. λαο * + βόρος (< βορά), πρβλ. αιμο βόρος, ανθρωπο βόρος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”